- συνασπίζομαι
- συνασπίζομαι, συνασπίστηκα, συνασπισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
συγκρητίζω — Α συνασπίζομαι με ομοεθνείς, μολονότι έχω διαφορές μαζί τους, για την από κοινού αντιμετώπιση επικείμενου πολέμου («συγκρητίσαι λέγουσιν οἱ Κρῆτες, ὅταν ἑνωθεῑσιν αὐτοῑς γένοιτο πόλεμος ἐστασίαζον γὰρ ἀεί», Μέγα Ετυμολογικόν). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * … Dictionary of Greek
συμμαχώ — συμμαχῶ, έω, ΝΜΑ [σύμμαχος] συνδέομαι με συμμαχικούς δεσμούς, είμαι σύμμαχος νεοελλ. μτφ. συνεργάζομαι με άλλους στη διεξαγωγή κοινού αγώνα εναντίον τρίτου, συμπαρατάσσομαι, συμπράττω («όλες οι συνδικαλιστικές παρατάξεις συμμάχησαν εναντίον τού… … Dictionary of Greek
συνασπίζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ενώνω πολλούς μαζί για κοινή άμυνα ή επίθεση 2. μέσ. συνασπίζομαι (για άτομα, ομάδες, κράτη) συνεργάζομαι στενά με κάποιον για την επίτευξη κοινού σκοπού μσν. αρχ. τάσσομαι σε πυκνή παράταξη αρχ. 1. είμαι συστρατιώτης 2. (κατ επέκτ … Dictionary of Greek
συνασπίζω — συνασπίζω, συνάσπισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: συνασπίζω : συχνότερης χρήσης είναι η παθητική φωνή (συνασπίζομαι) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συνασπίζω — συνάσπισα, συνασπίστηκα, συνασπισμένος, κυρίως στην παθητ. φωνή, συνασπίζομαι ενώνομαι με άλλους για επιδίωξη κάποιου σκοπού ή για άμυνα: Συνασπίστηκαν οι ελληνικές πόλεις μπροστά στον περσικό κίνδυνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)